χιονοβλητος

χιονοβλητος
    χιονόβλητος
    χιονό-βλητος
    2
    засыпаемый снегом
    

(κορυφαὴ Ὀλύμπου Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χιονοβλητος" в других словарях:

  • χιονόβλητος — ον, Α χιονισμένος («εἴτ ἐπ Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος, πυρί βλητος] …   Dictionary of Greek

  • χιονοβλήτοισι — χιονόβλητος snow beaten masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονοβλήτου — χιονόβλητος snow beaten masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονοβλήτους — χιονόβλητος snow beaten masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονόβλητα — χιονόβλητος snow beaten neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονόβατος — ον, Α εσφ. γρφ. τού χιονόβλητος …   Dictionary of Greek

  • χιονόβολος — ον, Α χιονόβλητος*, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • χιονόκτυπος — ον, Α (για όρος) χιονόβλητος*, πολύ χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. ἡλιό κτυπος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»